- αποστέρηση
- (Ψυχ.). Κατάσταση ψυχικής έντασης με ενδεχόμενα σωματικά σύνδρομα, η οποία εμφανίζεται κάθε φορά που ένα άτομο παρεμποδίζεται να ικανοποιήσει μια οποιαδήποτε ανάγκη. Το εμπόδιο μπορεί να είναι εξωτερικό ή εσωτερικό. To εξωτερικό ενδέχεται να είναι ενεργητικό (π.χ. o ένοπλος φρουρός που εμποδίζει τον αιχμάλωτο να δραπετεύσει) ή παθητικό (π.χ. η έλλειψη νερού για τον ταξιδιώτη της ερήμου). Το εσωτερικό ενεργητικό εμπόδιο χαρακτηρίζεται από την ταυτόχρονη παρουσία δύο αναγκών με ίση ένταση αλλά αντίθετη κατεύθυνση. Ένα εσωτερικό παθητικό εμπόδιο διακρίνεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες εμφανίζεται μια ανάγκη δυσανάλογη με τις δυνατότητες που διαθέτει το άτομο, π.χ. ένας παχύσαρκος που θέλει να διακρίνεται από ευλυγισία.
Η έννοια της α. είχε μεγάλη απήχηση στις ψυχοδυναμικές θεωρίες, σύμφωνα με τις οποίες αποτελεί σημαντικό παράγοντα για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας. Τόσο η αρχή της σταθερότητας του Φρόιντ (ανάγκη ανάκτησης της ισορροπίας, απαλλαγμένης από εντάσεις) όσο και η θέληση δύναμης του Άντλερ (ως αντιστάθμιση στα συναισθήματα κατωτερότητας) είναι αξιοσημείωτες αναλύσεις του ρόλου της α.
Από πειραματική άποψη το συναίσθημα της α. μελετήθηκε από το Yale Group(ομάδα του πανεπιστημίου του Γέιλ στις ΗΠΑ) που εξέτασε κυρίως τη σχέση μεταξύ α. και επιθετικότητας στα πλαίσια κοινωνικών γεγονότων, όπως o πόλεμος, ο ρατσισμός, η εγκληματικότητα κλπ. Μια πρακτική δυνατότητα μελέτης του συναισθήματος α. προσέφερε o Σαούλ Ροζεντσβάιχ με τη δημιουργία ενός τυποποιημένου τεστ, που μπορεί να εφαρμοστεί ατομικά ή συλλογικά, γνωστό με το όνομα Picture Furstration Study for Assessing Reactions to Furstration ή PFS (Μέθοδος συνειρμικής πάνω σε εικόνες για τη μέτρηση των αντιδράσεων στο συναίσθημα α.).
* * *η (Α ἀποστέρησις)1. απώλεια, στέρηση2. κατακράτηση, αφαίρεση.
Dictionary of Greek. 2013.